- κατακρεούργηση
- katliam, kırım
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κατακρεούργηση — η κατατεμαχισμός, σφάξιμο: Μόνο μια Μήδεια μπορούσε να κάνει κατακρεούργηση του αδερφού της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακρεούργηση — η 1. ο κατατεμαχισμός, άγριος φόνος με μαχαίρι 2. μτφ. κακότεχνη εκτέλεση μουσικής, κάκιστη απαγγελία ποιήματος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρεούργησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Ξανθάκη] … Dictionary of Greek
διασπαραγμός — ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, εως) κατακρεούργηση, κατασπάραξη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek